Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2011

Η Βασούλα, ο Κοσμάς και ο Βενιζέλος. (Φοροεισπρακτικά αφηγήματα)


Ο τέως εραστής της Βασούλας όστις απέθανεν τελικά, της είχε χαρίσει ένα ωραιότατο πήλινο λαγήνι το οποίο η κακομοίρα το ονόμασε κακοτυχία. Και σαν να μην την έφτανε το χάλι της την αγάπησε και ο Κοσμάς. Ο Κοσμάς ήτο τεράστιος 2 μέτρα ψηλός , θάφτανε και 140 κιλά. Και εκείνη η δυστυχής ήτο μικρά και λεπτεπίλεπτος. Απόκοσμος, ο Κοσμάς, δεν πλησιαζότανε. Όταν μεθούσε, έπαιρνε το γάιδαρό του στη πλάτη και τον πήγαινε στα χωράφια. Εκεί καθότανε και οι δύο στη πλαγιά και ρεμβάζανε. Γυρνάγανε το βραδάκι, ο γάιδαρος μπροστά και ο Κοσμάς πίσω.

Ο Κοσμάς ήτο τοκογλύφος ,έλεγε το χωριό, και έτρεφε τους τόκους με τους τόκους. Αυτοκίνητο δεν είχε, το σπίτι του, μονόσπιτο, δύο δωμάτια ολόκληρο. Την ανάγκη του την έκαμε έξω. Ένα μικρό κατασκεύασμα το οποίο στη πόρτα του είχε μια ωραιοτάτη ζωγραφισμένη πινακίδα με αραβουργήματα και τρία μηδενικά. ΄Ηταν η γνώση που είχε αποκομίσει από την στράτευσή του σχετικά με τους απόπατους.

Καταθέσεις δεν είχε. Είχε όμως 2000 ρίζες ελιές και χρήματα πολλά. Που τα έκρυβε, τι τα έκανε, ουδείς γνώριζε. Η ζωή του λιτή, καλογερίστικη. Μπαξές, κότες, δύο γουρούνια, τέσσερες γίδες, τέσσερα γαϊδούρια, μιαν άμαξα την οποίαν ισχυριζότανε ότι εξελέξατο ο πάππος του εξ ημερών αρχαίων. Είχε και τέσσερα σκυλιά μεγάλα και έξη μικρά. Τα φρόντιζε πολύ• κανείς δεν μπορούσε να πλησιάσει το σπίτι του αν δεν του φώναζε από μακριά. Κοσμά ε! Κοσμά.

Και κει που ενώνεις τις νύχτες και τις μέρες σου με τις φροντίδες γίνεσαι και τοκογλύφος, έλεγε και γέλαγε τρανταχτά. Τι τρανταχτά δηλαδή που τα σκυλιά του, τέσσερα μεγάλα τσομπανόσκυλα, κοντά ίσα με τα γαϊδουράκια του, λουφάζανε. Με πλοίο φορτηγό σε βουνίσιους δρόμους ο Κοσμάς παράδερνε με τα ρέματα. Τα ρέματα με σάπισαν έλεγε αλλά ποιος τον άκουγε. ΄Ετσι γενόμενος κήρυκας της μοναξιάς ο Κοσμάς σκλήρυνε διότι πολύ της ερημιάς η προσθήκη.

΄Εβλεπε τους ανθρώπους σαν ζώο περίπου, λύκος μονάχος. Δεν μπορούσε να νοιώσει την ανθρώπινη κατανόηση. Δεν είχε ερωτευτεί κιόλας. Όλα γύρω του ήταν άτεγκτα προφανή γεγονότα. Και στοίχειωσε. Αυτή η απομάγευση, τον είχε βοηθήσει να κάνει σχεδόν ότι ήθελε στη ζωή του ,να αποφύγει αυτή τη φρίκη της απελπισίας όπως έλεγε να χάνει τον χρόνο του. Είχε και μιαν ελιά χοντρή στην αυλή του, με το κορμό της σαν πέτρα, κληρονομιά της θειάς του της Βασίλαινας. Ε! ορέ θειά ,της έλεγε, πόσο χοντρή ήσουν. Και γελούσε. Αυτό ήταν το καθημερινό χωρατό του. Απόκτησε και μια παλαβομάρα να γυαλίζει τα μπρούτζινα παράθυρα. Μπρούτζινα παράθυρα! Ποιός τρελός πρόγονος τάφτιαξε μουρμούριζε και χαχάνιζε. Αχνιστός έβγαινε ο αέρας από τα πνευμόνια του και στόλιζε το τοπίο σαν καμινάδα.

Και τώρα ήρθε η Βασούλα σαν κλαράκι στο βουνό. Βασούλα τι κάνεις, έλεγε με μεγάλη φωνή με σκοπό να πιστέψει το χωριό ότι την προστάτευε. Αυτό ήταν. Η ψυχή του χωριού λες θεραπευμένη από τη δύναμη του Κοσμά έβγαζε όλη της την καλοσύνη προς τη Βασούλα. Μετέωρο το σπίτι της, εις έρημην τινα συστάδα δένδρων, γέμιζε από την πρόθυμη αγάπη του χωριού για αυτή και τον κατάκοιτο πατέρα της. ΄Ωσπου ήρθαν τα χαράτσια. Μεγάλο το σπίτι, προγονικό, με αποθήκη και σταύλους από καιρούς καλότυχους, 1200 ευρώ το χαράτσι. Πού να τάβρει η Βασούλα και δάκρυσε.

Αρχόντισσα, δεν της έπρεπε, κατά το νου της, τα παρακάλια στις επιτροπές και στις εφορίες. 400 ευρώ σύνταξη του πατέρα της ούτε για τα φάρμακα καλά-καλά δεν φτάνανε. Φαί είχε, προκομμένη και νοικοκυρά, λεφτά δεν είχε. ΄Εφτασε στου Κοσμά, τα σκυλιά ένας χαμός. Κοσμά ε! Κοσμά φώναξε. Ένα θεριό πρόβαλλε από την πόρτα και την γέμισε, ΄Ει! Φώναξε στα σκυλιά και η φωνή ακούστηκε πέρα στη πλαγιά. Τα σκυλιά ,μην πω και τα δένδρα και ο αγέρας, ησύχασε. Βασούλα είπε και η φωνή του γλύκανε. Κοσμά με συγχωρείς που σου προσπίπτω αναστέναξε. Τι μου προσπίπτεις απάντησε , έλα να σε φιλέψω. Μπαίνει στο σπίτι και εκεί η κακομοίρα δεν άντεξε, έπεσε στα γόνατα και μέσα στα αναφιλητά της του είπε. ΄Εχω ανάγκη από χρήματα Κοσμά. Μα τι κάνεις, είπε το θεριό και, απλώνοντας τα χέρια του την σήκωσε και την έκατσε στην καρέκλα τη σκαλιστή του πάππου του . Αρχόντισσα της είπε , δεν κλαίν οι αρχόντισσες. Εγώ Κοσμά δεν είχα καρδιά να σου ζητήσω, αλλά θα μου πάρουν το σπίτι. 1200 ευρώ θέλει η Εφορία, μούρθε με τη ΔΕΗ. Ο Βενιζέλος ο Παπαδήμος ,οι φόροι, έλεγε ψελλίζοντας.

Σούφερα ένα λαγήνι ελιές φταγμένες από μένα. Μεγάλες ωραιότατες πράσινες ελιές τσακιστές με ρίγανη και σκόρδο μες στο λάδι στο λαγήνι του τέως εραστή της. Ε! αυτό αρχόντισσα δεν είναι δώρο της είπε, είναι αγάπη. ΄Εβγαλε από το κουτί 5000 ευρώ να τις δώσει. Μα δεν θέλω Κοσμά, 1200 είναι ο φόρος. Πάρε πέντε για τα χρειαζούμενα τις είπε. Μα πως θα τα ξεπληρώσω, δεν μπορώ, δεν γίνεται. Μη φοβάσαι, της είπε, δεν τα παίρνω πίσω. Περίμενε. Σπάραξε τη ντουλάπα και με το τεράστιο χέρι του άνοιξε μια μεγάλη δρύινη πόρτα από πίσω. Κατέβηκε τα σκαλιά. Κατώι θάναι, σκέφθηκε η Βασούλα. Γύρισε με ένα χαρτί στο χέρι του. Διαβάζει η Βασούλα. Μα εδώ χρωστάμε το σπίτι μας στο παππού σου. Ε! ναι! της είπε γελώντας ο Κοσμάς. Και δεν μίλησες όταν ο πατέρας μου το ‘δινε προίκα στον Ευριπίδη εννοώντας τον θανόντα εραστή της. Δουλειές του πάππου μου, δεν μούπε τίποτα… ΄Εχω και άλλα δικά μου.

Η Βασούλα τινάχτηκε να πάει στο κατώι. Δεν έχει φως, θα πέσεις, της είπε. Θες να δεις; Τη ρώτησε. Ναι. Κάτσε να πιάσω μερικά. Κατεβαίνει και της φέρνει μια χούφτα χαρτιά. Μα εδώ σου χρωστάνε όλοι. Δεν τα παίρνω, είπε ο Κοσμάς, τάχω για φοβέρα να μην πουλάν τη γη τους σε ξένους. Μα σε λένε τοκογλύφο. Δεν βαριέσαι είπε ο Κοσμάς, το ξέρω, αλλά ακολουθώ το Σωκράτη. Ποιος Σωκράτης ρε Κοσμά, τι λες; Τον Σωκράτη τον αρχαίο, ξέρεις τι έλεγε; ΄Αμα σε κλωτσήσει ένας γάιδαρος τι θα κάνεις ; Θα αρχίσεις να κλωτσάς το γάϊδαρο; Υπήρχαν πάντα στην Ελλάδα πολλοί γάιδαροι. Και σύ που τα ξέρεις αυτά ρε Κοσμά. ΄Εχω τα βιβλία του πάππου μου.

Τήνε παίρνει από το χέρι και στο διπλανό δωμάτιο είδε τα βιβλία του πάππου του. ΄Ολο το δωμάτιο βιβλία, πάνω ως κάτου. ΄Αντε να πας στο καλό, θα σε ζητάει κι ο πατέρας σου. Του έδωσε το χέρι. Ο Κοσμάς έσκυψε το κεφάλι σε χαιρετισμό. Στο καλό να πάς, της είπε. Την άλλη μέρα πρωτοχρονιά ήρθε ο λογιστής του για την καλή χρονιά να πάρει και το λάδι του. Τρία χαράκια το λάδι του Κοσμά από λαδότοπο. Κοσμά ε! Κοσμά μάσε τα σκυλιά, θα με φάνε. Τάμασε τα σκυλιά ο Κοσμάς μπήκε μέσα ο λογιστής του. Κάτσε να σε φιλέψω του λέει. Του βγάνει τσίπουρο με τσιτσίραβλα σε ξύδι δικό του, ο Κοσμάς. Πίνει ο λογιστής γεύεται και το ψωμί το ζυμωτό από προζύμι του Σταυρού. Τι έπαθες Κοσμά ,τον ρωτάει. Κάτσε του λέει , θέλω να σε μιλήσω. Ο πάππος μου, τί λέγαν στο χωριό, ήταν καλός άνθρωπος; Καλή η γενιά σου Κοσμά, καλή, αλλά άγρια, όμως καλή γενιά. Μπήκε στο σπίτι να πάρει το λάδι, είδε τις ελιές στο λαγήνι. Ε δος μου μερικές Κοσμά, είπε. Μία του απαντάει ο Κοσμάς, μόνο μία, είναι από χέρι, δεν είναι δικές μου. Του δίνει μια ελιά. Αυτό δεν είναι ελιά ,λέει ο λογιστής, αγίασμα είναι. Αγίασμα ξεαγίασμα μόνο μία, δεν έχει άλλη. Τον ξεπροβόδισε. Στείλε μου σε παρακαλώ μια φωτογραφία του Βενιζέλου. Τι τη θες παλάβωσες, του λέει ο λογιστής. Τη θέλω, απαντά ο Κοσμάς.

Ξεπροβόδισε το λογιστή και είπε να πάει μια γύρα στο χωριό. Μπαίνει στο καφενείο και όλοι σηκώνονται όρθιοι. Καλορίζικος Κοσμά και με καλούς απογόνους, να αναστήσεις τον πατέρα σου και τον πάππο σου που σε μεγάλωσε• η Βασούλα μάς είπε ότι παντρευόσαστε. Τι σας είπε; Μας είπε ότι παντρευόσαστε σε ένα μήνα, καλορίζικοι ρε Κοσμά. Κοίτα να δεις που με παντρεύτηκε από μοναχή της είπε και γελούσαν και τα μουστάκια του, τα γένια του και τα ρούχα του ακόμα. Δικά μου, είπε στο μαγαζί και για πρώτη φορά είδαν το Κοσμά να κάνει υπόκλιση ευχαριστώντας τους, αλλά δεν άντεχε να κάτσει, αισθανόταν ότι θα έκλαιγε από χαρά, έφυγε.

Είχε βραδιάσει αλλά το χιόνι έφεγγε. Πήγε σπίτι του, αρπάζει το γάίδαρο, τον βάζει στη πλάτη και πάει για το χωράφι. Εκεί καθίσανε και ρεμβάζανε ο γάιδαρος μ΄ ένα κιλίμι από πάνω για ζέστη και ο Κοσμάς. Σε λίγο δίπλα ήρθε μια λεπτεπίλεπτη φιγούρα και κάθισε. Σε κανένα τεταρτάκι ο γάϊδαρος μπροστά και ο Κοσμάς κρατώντας αγκαλιά τη Βασούλα, να μην κρυώσουν τα πόδια της, γύριζε στο χωριό. Α ρέ Βενιζέλο, έλεγε ο Κοσμάς.

Μετά από καιρό ο λογιστής ξανάρθε να κοιτάξουν με τον Κοσμά τους λογαριασμούς. Μες στο σαλόνι σε περίοπτη θέση το πορτραίτο του Βενιζέλου. Το μισό με μια κρεμάλα επειδή έκαμε τη Βασούλα και έκλαψε και το μισό κανονικό με τα λόγια του Κοσμά. ΄Αμε γειά σου, επειδή έφερε τη Βασούλα στη πόρτα του χωρίς να το ξέρει. Μην περνάς από το χωριό για καλό και για κακό, ήταν συμπληρωμένο.



Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2011

Το γοβάκι . (Αφηγήματα της ζωής)


Ο Θανάσης εβάδιζεν επί του εξοχικού δρόμου του χωρίου μετά της αγαπημένης του. Αίφνης κρακ και το λεπτεπίλεπτον γοβάκι της εθρυματίσθει. Εν ακαρεί το πόδι της αγαπημένης του εστραμπουλίχθει. Μακράν του χωρίου ευρισκόμενοι εκάθισαν παράμερα αναμένοντας σωτηρίαν εκ του Χείρωνος Κενταύρου ο οποίος παρεπιδημεί εις τα μέρη ταύτα του Πηλίου. Φεύ όμως εσώθησαν από τετρακίνητον Μπεμπούλα πλουσίου φυσιολάτρου Αθηναίου ήτις εσυγκέντρωνεν εις το αυτοκινούμενον όχημα άπαν το περιεχόμενον της αστικής ζωής. Φυσικώ τω λόγω η ηγαπημένη του Θανάση υπανδρεύθει μετά του ιδιοκτήτου του τετρακινήτου το επόμενον έτος εις το χωρίον. ΄Ητο πλέον προφανές δια ποίον είχεν αποκατασταθεί ο μύθος, ως στοιχείο ενός συνόλου της πραγματικής ζωής, ρεφορμιστικώς βεβαίως. Ο φυσιολάτρης Θανάσης αγόρασε μηχανάκι και εργάζεται πλέον εις συνεργείον. Εκεί πλέον πνίγει την λύπην του εις τα κεκαυμένα έλαια των κινητήρων.

Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2011

Το μονοπάτι του καλογέρου.


Ακουγόταν η ομιλία του μοναστηριού. Ένα σύστημα μοναδικών σημασιών και νοημάτων. Ο καλόγερος προχωρούσε στα στερνά του. Συμμεριζόταν την αυταπάτη του θανάτου με το χώμα των οραμάτων του. Ελπίδες στερνές έκρυβε το χώμα. Την ανάσταση καθώς έλεγε. Έφτασε στη σκήτη του. Το τηγάνι μαγειρικής, του «προγραμματισμού» του, μπήκε στη φωτιά. Έτσι το ονόμασε από τη στιγμή που κατέβηκε στο μοναστήρι και έμαθε κομπιούτερ. ‘Αειντε τηγανάκι μου σκέφθηκε. Με ένα τηγανάκι για το φαγητό του ξεκίνησε την προσευχή, με το ίδιο τηγανάκι προσευχόταν στα ύστερά του. Είχε έργο από τον ηγούμενο του μοναστηριού να μάθει τους νόμους που χτίζουν τα σπίτια οι άνθρωποι, που κουμαντάρουν τη βιοτή τους. Όποιος δεν έχτισε σπίτι, έλεγε ο ηγούμενος, δεν πάντρεψε κορίτσι και δε φύτεψε αμπέλι δεν κατέχει πράμα, μάθε τους νόμους να συμβουλεύουμε τους ανθρώπους να πορεύονται. Τι να κάνει είπε να κάμει νόμους τη ζήση του.


Το χωράφι με τα ζαρζαβατικά του το είχε βαφτίσει χωροταξικός σχεδιασμός - πολεοδομία. Έτσι μπροστά στα κουνουπίδια έγραφε με λαδομπογιά μήπως και σβηστούνε: ν.360/1976. Στη δεύτερη σειρά κουνουπίδια έγραψε: ν.1032/1980 Μετά το μονοπάτι του περιβολιού που πήγαινε στα μπρόκολα το ονομάτισε: ν.1650/1986 πρώτη σειρά, Ν.1558/1985 δεύτερη σειρά. Στη στροφή για τα κρεμμύδια και σε περίοπτη θέση είχε γράψει πινακίδα: Σύνταγμα και κυρίως άρθρο 79 παράγραφος 8 για να του θυμίζει ότι ο Υπουργός Χωροταξίας όφειλε κάθε τρία χρόνια να ενημερώνει τη Βουλή πως προχωρά το εθνικό χωροταξικό πρόγραμμα. Τώρα τον Υπουργό τον λένε Περιβάλλοντος μονολογούσε. Στη βραγιά των κρεμμυδιών τη μπροστινή το ν.1515/1985 και το ΡΣΑ δηλαδή το Ρυθμιστικό σχέδιο ειδικά της ευρύτερης περιοχής της Αθήνας, είχε το μοναστήρι και κάτι κτήματα από δωρεά στην ευρύτερη περιοχή, καθώς έλεγε. Στην πίσω βραγιά των κρεμμυδιών έγραψε πινακίδα με τον νόμο 2052/1992 και σημείωσε με έμφαση ,γιατί το μοναστήρι ήταν παλιό, ότι οικισμοί προ του έτους 1923 δεν θίγονται με τις διατάξεις του άρθρου 11 του ΡΣΑ. Στο δρομάκι ανάμεσα για τα σκόρδα έγραψε: λεωφόρος Π.Δ. 471/1991. Μπροστά στη μονή βραγιά των σκόρδων - πολύ μεγάλη και πλατιά - καθότι του άρεσαν και του ίδιου τα σκόρδα έγραψε:Ν.2412/1996. Από κάτω, για να θυμάται και για τα λεφτά που παίρνουν οι επιτροπές που θα του απαντούσαν διάφορα έγραψε: Ν.1256/1982 και ειδικά για τον πρόεδρο και τον αντιπρόεδρο έγραψε:Ν.1505/1984. Για να θυμάται τα σχετικά με τις γνωμοδοτήσεις έγραψε Ν.1892/1990 και η ταμπελίτσα γέμισε. Πηγαίνω στα πράσα φώναξε θριαμβευτικά. Φτάνοντας στα πράσα τοποθέτησε την ταμπελίτσα Ν.1561/1985 σε υποσημείωση από κάτω έγραψε: καταργούνται τα ΚΕΠΠΕ του Ν.1327/1983 και υπάγονται στον οργανισμό Αθήνας. Για να θυμάται επιπλέον τις καταργήσεις έβαλε σε νάιλον σακουλάκι τα εξής: Καταργείται η απόφαση του ΕΣΧΠ (Εθνικό Συμβούλιο Χωροταξίας και Περιβάλλοντος) με αριθμό ΧΠ/ΓΧΠ 2094/1980 περί σχεδίου πλαισίου Ρυθμίσεων Ευρύτερης Περιοχής Πρωτευούσης (ΦΕΚ 341Β). Στη μισή βραγιά για τα πράσα έβαλε άλλη ταμπελίτσα π.δ. 26.5/22.6.1993. Στην επόμενη βραγιά και σε ψηλότερη θέση από τη μεσαία ταμπελίτσα έβαλε άλλη: Ν.1360/1983 και π.δ. 84/1984. Πάνε και τα πράσα ακούστηκε να φωνάζει. Όρμησε στα μοσχομπίζελα. Κάρφωσε την άλλη ταμπέλα και έγραψε: Ν.1995/1991. Από κάτω με μικρότερα γραμματάκια έγραψε Ν. 2412/1996. Θάναι χρήσιμο σκέφτηκε μήπως υπάρχει και κανένα λατομείο πουθενά και έγραψε στο τέλος από τα μοσχομπίζελα. :ΚΥΑ 12901/3.8.1983, από κάτω συμπλήρωσε Ν.1337/1983 και Ν.1512/1985. Μπροστά στο μαϊντανό επειδή τον χρησιμοποιούσε πολύ κάθε μέρα έγραψε σε μια μεγάλη ταμπέλα:Ν.947/1979, Ν.998/1979, Ν.1221/1981, ΠΔ 24.8/8.9.1983, ΠΔ 81/1980, ν1772/1988, ν.δ. 17.7/16.8.1923 , ν.1647/1986, ν.1849/1989, ν.1892/1990, ν.2242/1994, , απόφαση 82929/4797/7.12.1988, π.δ. 5/1986, π.δ. 59/1980, π.δ. 757/1969, ν.3741/1929, ν.δ. 1024/1971, ν.δ. 797/1971, ν.δ.653/1977, ν.δ.625/1968, π.δ.26.5/14.6.1993, ν.1512/1985. Του είχε τότε έρθει μεγάλη απορία με εκείνο το νόμο του 1923 και είχε σταματήσει να γράφει.


Προσευχήθηκε όλη νύχτα και την άλλη μέρα μπήκε στο κομπιούτερ και στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης να τον διαβάσει. Εκεί είδε ότι ο ν. 3741/1929 τον παρέπεμπε στο Ν.Δ. 19/21 Μαρτίου του 1923 και το νόμο 3929 του 1924. Αχ βρε Κουντουριώτη είπε τι μου κάμνεις, καθότι ο Παύλος Κουντουριώτης είχε υπογράψει τον νόμο 3741, χώρια που με αυτό το νόμο καταργούνταν και διατάξεις του Ιονίου Αστικού Κώδικα, του Κρητικού Αστικού Κώδικα και του Σαμιακού Κώδικα του από 19 Μαρτίου του 1927 Ν.Δ. Είχε και το άλλο ν.δ. 17.7./16.8.1923. Είπε να ρίξει μια ματιά και κει καθότι δεν μπορούσε να καταλάβει αν καταργήθηκε ή δεν καταργήθηκε το ν.δ. 19/21 του 1927. Δεν άντεξε άλλο και κοιμήθηκε. Μετά από κανένα χρόνο ένας νέος καλόγερος έτρεχε στον ηγούμενο. Τι θέλεις και έρχεσαι λαχανιαστός τον ρωτάει ο ηγούμενος, σιγά-σιγά, μη βιάζεσαι. Να! από κάτω από το μοναστήρι είναι ένας καλόγερος και βάζει ταμπέλες έχει γεμίσει ταμπέλες όλη την πλαγιά και τώρα έφτασε στο μοναστήρι. Ε!, του είπε ο ηγούμενος, δεν είναι τίποτα, ο Κύριλλος είναι και, βάζει ταμπέλλες να θυμάται τη νομοθεσία για την πολεοδομία που του έχω βάλλει διακόνημα. ΄Ασε να φτάσει τη θάλασσα και μετά θα ειδούμε, του είπε χαμογελαστός. Μην τυχόν είναι και του διαβόλου ο κόσμος - τόλμησε το λόγο- με σεβασμό ο νέος καλόγερος. Ψάχνουμε! του απάντησε ο άλλος μειδιώντας μέσα στην αγαθότητά του.

Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2011

Project "βοήθειας"!

΄Ενας άξονας αυστηρού προγραμματισμού του χρόνου. Ο καταναγκασμός η ανάγκη και η πειθώ συγκλίνουν μαζί με την εξουσία των αποφάσεων και την προσπάθεια επιβίωσης. Γύρω τους τυποποιημένες αρχές σκορπισμένες στο χώρο. Ούτε σκλάβοι πια ούτε προλετάριοι.Οι ελεήμονες και οι ελεηθέντες.

Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2011

«Η παραγωγή του χώρου.»


Στις μέρες μας πάντα στερητική, πάντα ύποπτη αν και συνηθισμένη, προσπαθεί να αποδραματοποιήσει μια κατάσταση αποστειρώνοντάς την. Με τα κεράκια της με την ελεημοσύνη της ως στοιχείο συνοχής του κοινωνικού ιστού. Το σύστημα της αναξιοπρέπειας και του θανάτου οργανώνεται. Η ελπίδα δεν υπάρχει εκεί. Χρόνια πολλά.