Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2011

Η Βασούλα, ο Κοσμάς και ο Βενιζέλος. (Φοροεισπρακτικά αφηγήματα)


Ο τέως εραστής της Βασούλας όστις απέθανεν τελικά, της είχε χαρίσει ένα ωραιότατο πήλινο λαγήνι το οποίο η κακομοίρα το ονόμασε κακοτυχία. Και σαν να μην την έφτανε το χάλι της την αγάπησε και ο Κοσμάς. Ο Κοσμάς ήτο τεράστιος 2 μέτρα ψηλός , θάφτανε και 140 κιλά. Και εκείνη η δυστυχής ήτο μικρά και λεπτεπίλεπτος. Απόκοσμος, ο Κοσμάς, δεν πλησιαζότανε. Όταν μεθούσε, έπαιρνε το γάιδαρό του στη πλάτη και τον πήγαινε στα χωράφια. Εκεί καθότανε και οι δύο στη πλαγιά και ρεμβάζανε. Γυρνάγανε το βραδάκι, ο γάιδαρος μπροστά και ο Κοσμάς πίσω.

Ο Κοσμάς ήτο τοκογλύφος ,έλεγε το χωριό, και έτρεφε τους τόκους με τους τόκους. Αυτοκίνητο δεν είχε, το σπίτι του, μονόσπιτο, δύο δωμάτια ολόκληρο. Την ανάγκη του την έκαμε έξω. Ένα μικρό κατασκεύασμα το οποίο στη πόρτα του είχε μια ωραιοτάτη ζωγραφισμένη πινακίδα με αραβουργήματα και τρία μηδενικά. ΄Ηταν η γνώση που είχε αποκομίσει από την στράτευσή του σχετικά με τους απόπατους.

Καταθέσεις δεν είχε. Είχε όμως 2000 ρίζες ελιές και χρήματα πολλά. Που τα έκρυβε, τι τα έκανε, ουδείς γνώριζε. Η ζωή του λιτή, καλογερίστικη. Μπαξές, κότες, δύο γουρούνια, τέσσερες γίδες, τέσσερα γαϊδούρια, μιαν άμαξα την οποίαν ισχυριζότανε ότι εξελέξατο ο πάππος του εξ ημερών αρχαίων. Είχε και τέσσερα σκυλιά μεγάλα και έξη μικρά. Τα φρόντιζε πολύ• κανείς δεν μπορούσε να πλησιάσει το σπίτι του αν δεν του φώναζε από μακριά. Κοσμά ε! Κοσμά.

Και κει που ενώνεις τις νύχτες και τις μέρες σου με τις φροντίδες γίνεσαι και τοκογλύφος, έλεγε και γέλαγε τρανταχτά. Τι τρανταχτά δηλαδή που τα σκυλιά του, τέσσερα μεγάλα τσομπανόσκυλα, κοντά ίσα με τα γαϊδουράκια του, λουφάζανε. Με πλοίο φορτηγό σε βουνίσιους δρόμους ο Κοσμάς παράδερνε με τα ρέματα. Τα ρέματα με σάπισαν έλεγε αλλά ποιος τον άκουγε. ΄Ετσι γενόμενος κήρυκας της μοναξιάς ο Κοσμάς σκλήρυνε διότι πολύ της ερημιάς η προσθήκη.

΄Εβλεπε τους ανθρώπους σαν ζώο περίπου, λύκος μονάχος. Δεν μπορούσε να νοιώσει την ανθρώπινη κατανόηση. Δεν είχε ερωτευτεί κιόλας. Όλα γύρω του ήταν άτεγκτα προφανή γεγονότα. Και στοίχειωσε. Αυτή η απομάγευση, τον είχε βοηθήσει να κάνει σχεδόν ότι ήθελε στη ζωή του ,να αποφύγει αυτή τη φρίκη της απελπισίας όπως έλεγε να χάνει τον χρόνο του. Είχε και μιαν ελιά χοντρή στην αυλή του, με το κορμό της σαν πέτρα, κληρονομιά της θειάς του της Βασίλαινας. Ε! ορέ θειά ,της έλεγε, πόσο χοντρή ήσουν. Και γελούσε. Αυτό ήταν το καθημερινό χωρατό του. Απόκτησε και μια παλαβομάρα να γυαλίζει τα μπρούτζινα παράθυρα. Μπρούτζινα παράθυρα! Ποιός τρελός πρόγονος τάφτιαξε μουρμούριζε και χαχάνιζε. Αχνιστός έβγαινε ο αέρας από τα πνευμόνια του και στόλιζε το τοπίο σαν καμινάδα.

Και τώρα ήρθε η Βασούλα σαν κλαράκι στο βουνό. Βασούλα τι κάνεις, έλεγε με μεγάλη φωνή με σκοπό να πιστέψει το χωριό ότι την προστάτευε. Αυτό ήταν. Η ψυχή του χωριού λες θεραπευμένη από τη δύναμη του Κοσμά έβγαζε όλη της την καλοσύνη προς τη Βασούλα. Μετέωρο το σπίτι της, εις έρημην τινα συστάδα δένδρων, γέμιζε από την πρόθυμη αγάπη του χωριού για αυτή και τον κατάκοιτο πατέρα της. ΄Ωσπου ήρθαν τα χαράτσια. Μεγάλο το σπίτι, προγονικό, με αποθήκη και σταύλους από καιρούς καλότυχους, 1200 ευρώ το χαράτσι. Πού να τάβρει η Βασούλα και δάκρυσε.

Αρχόντισσα, δεν της έπρεπε, κατά το νου της, τα παρακάλια στις επιτροπές και στις εφορίες. 400 ευρώ σύνταξη του πατέρα της ούτε για τα φάρμακα καλά-καλά δεν φτάνανε. Φαί είχε, προκομμένη και νοικοκυρά, λεφτά δεν είχε. ΄Εφτασε στου Κοσμά, τα σκυλιά ένας χαμός. Κοσμά ε! Κοσμά φώναξε. Ένα θεριό πρόβαλλε από την πόρτα και την γέμισε, ΄Ει! Φώναξε στα σκυλιά και η φωνή ακούστηκε πέρα στη πλαγιά. Τα σκυλιά ,μην πω και τα δένδρα και ο αγέρας, ησύχασε. Βασούλα είπε και η φωνή του γλύκανε. Κοσμά με συγχωρείς που σου προσπίπτω αναστέναξε. Τι μου προσπίπτεις απάντησε , έλα να σε φιλέψω. Μπαίνει στο σπίτι και εκεί η κακομοίρα δεν άντεξε, έπεσε στα γόνατα και μέσα στα αναφιλητά της του είπε. ΄Εχω ανάγκη από χρήματα Κοσμά. Μα τι κάνεις, είπε το θεριό και, απλώνοντας τα χέρια του την σήκωσε και την έκατσε στην καρέκλα τη σκαλιστή του πάππου του . Αρχόντισσα της είπε , δεν κλαίν οι αρχόντισσες. Εγώ Κοσμά δεν είχα καρδιά να σου ζητήσω, αλλά θα μου πάρουν το σπίτι. 1200 ευρώ θέλει η Εφορία, μούρθε με τη ΔΕΗ. Ο Βενιζέλος ο Παπαδήμος ,οι φόροι, έλεγε ψελλίζοντας.

Σούφερα ένα λαγήνι ελιές φταγμένες από μένα. Μεγάλες ωραιότατες πράσινες ελιές τσακιστές με ρίγανη και σκόρδο μες στο λάδι στο λαγήνι του τέως εραστή της. Ε! αυτό αρχόντισσα δεν είναι δώρο της είπε, είναι αγάπη. ΄Εβγαλε από το κουτί 5000 ευρώ να τις δώσει. Μα δεν θέλω Κοσμά, 1200 είναι ο φόρος. Πάρε πέντε για τα χρειαζούμενα τις είπε. Μα πως θα τα ξεπληρώσω, δεν μπορώ, δεν γίνεται. Μη φοβάσαι, της είπε, δεν τα παίρνω πίσω. Περίμενε. Σπάραξε τη ντουλάπα και με το τεράστιο χέρι του άνοιξε μια μεγάλη δρύινη πόρτα από πίσω. Κατέβηκε τα σκαλιά. Κατώι θάναι, σκέφθηκε η Βασούλα. Γύρισε με ένα χαρτί στο χέρι του. Διαβάζει η Βασούλα. Μα εδώ χρωστάμε το σπίτι μας στο παππού σου. Ε! ναι! της είπε γελώντας ο Κοσμάς. Και δεν μίλησες όταν ο πατέρας μου το ‘δινε προίκα στον Ευριπίδη εννοώντας τον θανόντα εραστή της. Δουλειές του πάππου μου, δεν μούπε τίποτα… ΄Εχω και άλλα δικά μου.

Η Βασούλα τινάχτηκε να πάει στο κατώι. Δεν έχει φως, θα πέσεις, της είπε. Θες να δεις; Τη ρώτησε. Ναι. Κάτσε να πιάσω μερικά. Κατεβαίνει και της φέρνει μια χούφτα χαρτιά. Μα εδώ σου χρωστάνε όλοι. Δεν τα παίρνω, είπε ο Κοσμάς, τάχω για φοβέρα να μην πουλάν τη γη τους σε ξένους. Μα σε λένε τοκογλύφο. Δεν βαριέσαι είπε ο Κοσμάς, το ξέρω, αλλά ακολουθώ το Σωκράτη. Ποιος Σωκράτης ρε Κοσμά, τι λες; Τον Σωκράτη τον αρχαίο, ξέρεις τι έλεγε; ΄Αμα σε κλωτσήσει ένας γάιδαρος τι θα κάνεις ; Θα αρχίσεις να κλωτσάς το γάϊδαρο; Υπήρχαν πάντα στην Ελλάδα πολλοί γάιδαροι. Και σύ που τα ξέρεις αυτά ρε Κοσμά. ΄Εχω τα βιβλία του πάππου μου.

Τήνε παίρνει από το χέρι και στο διπλανό δωμάτιο είδε τα βιβλία του πάππου του. ΄Ολο το δωμάτιο βιβλία, πάνω ως κάτου. ΄Αντε να πας στο καλό, θα σε ζητάει κι ο πατέρας σου. Του έδωσε το χέρι. Ο Κοσμάς έσκυψε το κεφάλι σε χαιρετισμό. Στο καλό να πάς, της είπε. Την άλλη μέρα πρωτοχρονιά ήρθε ο λογιστής του για την καλή χρονιά να πάρει και το λάδι του. Τρία χαράκια το λάδι του Κοσμά από λαδότοπο. Κοσμά ε! Κοσμά μάσε τα σκυλιά, θα με φάνε. Τάμασε τα σκυλιά ο Κοσμάς μπήκε μέσα ο λογιστής του. Κάτσε να σε φιλέψω του λέει. Του βγάνει τσίπουρο με τσιτσίραβλα σε ξύδι δικό του, ο Κοσμάς. Πίνει ο λογιστής γεύεται και το ψωμί το ζυμωτό από προζύμι του Σταυρού. Τι έπαθες Κοσμά ,τον ρωτάει. Κάτσε του λέει , θέλω να σε μιλήσω. Ο πάππος μου, τί λέγαν στο χωριό, ήταν καλός άνθρωπος; Καλή η γενιά σου Κοσμά, καλή, αλλά άγρια, όμως καλή γενιά. Μπήκε στο σπίτι να πάρει το λάδι, είδε τις ελιές στο λαγήνι. Ε δος μου μερικές Κοσμά, είπε. Μία του απαντάει ο Κοσμάς, μόνο μία, είναι από χέρι, δεν είναι δικές μου. Του δίνει μια ελιά. Αυτό δεν είναι ελιά ,λέει ο λογιστής, αγίασμα είναι. Αγίασμα ξεαγίασμα μόνο μία, δεν έχει άλλη. Τον ξεπροβόδισε. Στείλε μου σε παρακαλώ μια φωτογραφία του Βενιζέλου. Τι τη θες παλάβωσες, του λέει ο λογιστής. Τη θέλω, απαντά ο Κοσμάς.

Ξεπροβόδισε το λογιστή και είπε να πάει μια γύρα στο χωριό. Μπαίνει στο καφενείο και όλοι σηκώνονται όρθιοι. Καλορίζικος Κοσμά και με καλούς απογόνους, να αναστήσεις τον πατέρα σου και τον πάππο σου που σε μεγάλωσε• η Βασούλα μάς είπε ότι παντρευόσαστε. Τι σας είπε; Μας είπε ότι παντρευόσαστε σε ένα μήνα, καλορίζικοι ρε Κοσμά. Κοίτα να δεις που με παντρεύτηκε από μοναχή της είπε και γελούσαν και τα μουστάκια του, τα γένια του και τα ρούχα του ακόμα. Δικά μου, είπε στο μαγαζί και για πρώτη φορά είδαν το Κοσμά να κάνει υπόκλιση ευχαριστώντας τους, αλλά δεν άντεχε να κάτσει, αισθανόταν ότι θα έκλαιγε από χαρά, έφυγε.

Είχε βραδιάσει αλλά το χιόνι έφεγγε. Πήγε σπίτι του, αρπάζει το γάίδαρο, τον βάζει στη πλάτη και πάει για το χωράφι. Εκεί καθίσανε και ρεμβάζανε ο γάιδαρος μ΄ ένα κιλίμι από πάνω για ζέστη και ο Κοσμάς. Σε λίγο δίπλα ήρθε μια λεπτεπίλεπτη φιγούρα και κάθισε. Σε κανένα τεταρτάκι ο γάϊδαρος μπροστά και ο Κοσμάς κρατώντας αγκαλιά τη Βασούλα, να μην κρυώσουν τα πόδια της, γύριζε στο χωριό. Α ρέ Βενιζέλο, έλεγε ο Κοσμάς.

Μετά από καιρό ο λογιστής ξανάρθε να κοιτάξουν με τον Κοσμά τους λογαριασμούς. Μες στο σαλόνι σε περίοπτη θέση το πορτραίτο του Βενιζέλου. Το μισό με μια κρεμάλα επειδή έκαμε τη Βασούλα και έκλαψε και το μισό κανονικό με τα λόγια του Κοσμά. ΄Αμε γειά σου, επειδή έφερε τη Βασούλα στη πόρτα του χωρίς να το ξέρει. Μην περνάς από το χωριό για καλό και για κακό, ήταν συμπληρωμένο.