Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2012

Το σκαντζοχοιράκι. (Ιστορίες του χωριού)


Ανεβαίνοντας για το σπίτι, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, έβρεχε του χαμού. Λυνόταν η βροχή απ’ τα δεσμά της. Μαζί σαν σε υπερβολή απλότητας και αρμονίας, μέσα από την ομοιομορφία των μορφών και του χρόνου, η ομίχλη, απογοητευμένη από τα μέτρα του ουρανού, απόμεινε στο δρόμο. Μπροστά στα φώτα του αυτοκινήτου, το σώμα της πολύμοχθο, μπλέκονταν με τα δένδρα, τα βράχια, βουτούσε στη δίνη της νύχτας. Στέκεσαι και παρακολουθείς το τέχνασμά της. Φτιάχνοντας σχήματα μεταμορφώνεται σε πέτρα, σε χώμα• καμιά φορά και σε αγάπη. Σαν κούραση μαζί και πανηγύρι του μυστηριακού κόσμου. Νεράιδες και φαντάσματα, το μεσονύχτι.

Και κει λοιπόν μέσα στην κουλτούρα (όπως θάλεγαν μερικοί…) και τις νεράιδες που περίμενα να βγουν απ' την ομίχλη, νάσου το σκαντζοχοιράκι. ΄Αφοβο (έτσι μάρεσε να το σκέφτομαι και όχι « παγωμένο» από τα φώτα) καθώς είναι, καθόταν στη μέση του δρόμου. Κοίταζε δεν κοίταζε, που να το καταλάβεις. Αντίκριζε τη τεχνολογία και δεν έλεγε να το κουνήσει. Άντε ρε, του είπα, τίποτα δεν λογαριάζετε για αυτό σάς πατάνε! Νούμερο! ε! νούμερο! Χαμπάρι. Άναψα τα φλας του αυτοκινήτου - ομίχλη είχε που την έκοβες φέτες - ποτέ δεν ξέρεις. Μπορεί να ανέβαινε και κανένας τσιπουροζαλισμένος οπότε θα πηγαίναμε σε τόπο χλοερό και ομιχλώδη• μαζί με το σκαντζοχοιράκι. ΄Εβρεχε κι όλας κι ούτε τα νερά δεν το σπαράξανε.

Άνοιξα το πόρτ παγκάζ μήπως και βρω κάτι, να το πάρω, να το αφήσω στην άκρη του δρόμου. Ουδέν ανευρέθη. Από την άλλη πλευρά του δρόμου το νερό άρχισε να φορτώνει το αυλάκι. Κοίτα να δεις που θα ψαρέψουμε ψάρια ποταμίσια, είπα στο σκατζοχοιράκι. Κουνήσου ρε!

Εκείνη την ώρα, πως τα φέρνουν τα παιχνίδια της ζωής, κατέβαινε ο φίλος μου ο Κώστας, γνωστός ανά την περιοχή νυχτοκρασοκατανύκτης, με το αγροτικό του. Σταμάτησε. Τί κάθεσαι μέσα στη βροχή και βρέχεσαι, μου είπε, ντούς κάνεις; ΄Εχεις τίποτα να πάρω το σκαντζόχοιρο από το δρόμο; ΄Αει τώρα… , αλλά δεν συνέχισε και μου έδωσε ένα τσουβάλι από λινάτσα που το είχε για ξύλα. Το δίπλωσα πήρα το σκαντζόχοιρο και τον άφησα λίγο παραμέσα από την άκρη του δρόμου.

΄Αντε καληνύχτα παλαβέ, μου είπε. Ρε συ, του λέω, δος μου ένα μικρό. Το κερνάω, απαντά και μου δίνει ένα πλαστικό μισόκιλο κοκκινέλι. Μέχρι να μπω στο αυτοκίνητο μου είχε ξεκινήσει, σταματήσει και έκανε όπισθεν. Δεν πάμε παρακάτω για ένα μεζέ; Και δεν πάμε. Κατεβήκαμε . Από το δικό μου, είπε στον μαγαζάτορα. ΄Εφεραν το κρασί και κάτι μεζέδες. Μούρλα έχεις με τους σκαντζόχοιρους ε! Ε! Τί μούρλα, δεν θέλω να τους πατάνε. Να διαβάσεις πως ζευγαρώνουνε να θαυμάσεις, του είπα. Εκεί να δεις τη δυσκολία του σεξ!

Μετά από λίγο πάνε και οι σκαντζόχοιροι και κάναμε λιτανεία στις πίκρες μας. ΄Οταν χάραζε είπαμε να πάμε στα σπίτια μας. Η ομίχλη ήταν ακόμα απ’ έξω. Τι το θέλεις δεν πάμε για δουλειά κατευθείαν μου είπε . Και αντί να πάμε κατά το βουνό γυρίσαμε πίσω για την πόλη. Μια νύχτα σκαντζοχοιροκρασοκατανυκτική, με τις υγείες της.

(πρωτοδημοσιεύτηκε σε blog φίλου που έκλεισε. Στη τελική του μορφή δημοσιεύεται εδώ. Η φωτογραφία από το κτήμα στο Βασιλόβραχο)